ημιτριβής

ημιτριβής
ης, ες потёртый, потрёпанный, поношенный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ημιτριβής" в других словарях:

  • ημιτριβής — ές (Α ἡμιτριβής, ές) (για ρούχα) κατά το ήμισυ εφθαρμένος, μισολειωμένος, μισοτριμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι + τριβής (< τρίβω), πρβλ. α τριβής, εν τριβής] …   Dictionary of Greek

  • ἡμιτριβές — ἡμιτριβής half masc/fem voc sg ἡμιτριβής half neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»